- ἀσθμαίνοντας
- ἀσθμαίνωbreathe hardpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασθμαίνω — (Α) παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
λαφάζω — (Μ λαφάζω και λαφάσσω) αναπνέω ασθμαίνοντας, λαχανιάζω, κοντανασαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού λαφύσσω «καταπίνω», με σημασιολογική εξέλιξη] … Dictionary of Greek
παρασπαίρω — ΜΑ στενοχωριέμαι κοντά σε κάτι ασθμαίνοντας από αγωνία, κινούμενος σπασμωδικώς και σφαδάζοντας από τον ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀσπαίρω «ασθμαίνω με αγωνία, τρέμω, σπαρταρώ»] … Dictionary of Greek